εὐλογιστίᾳ

εὐλογιστίᾳ
εὐλογιστίᾱͅ , εὐλογιστία
circumspection
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐλογιστία — εὐλογιστίᾱ , εὐλογιστία circumspection fem nom/voc/acc dual εὐλογιστίᾱ , εὐλογιστία circumspection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλογιστία — εὐλογιστία, ἡ (ΑΜ) [ευλόγιστος] μσν. η ενέργεια τού ευλογώ, ο καλός λόγος αρχ. φρόνηση, σύνεση, περίσκεψη («χρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ εὐλογιστίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • εὐλογιστίας — εὐλογιστίᾱς , εὐλογιστία circumspection fem acc pl εὐλογιστίᾱς , εὐλογιστία circumspection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογιστίαν — εὐλογιστίᾱν , εὐλογιστία circumspection fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επτάπυργος — ἑπτάπυργος, ον (Α) 1. (για οχυρωμένη περιοχή) με επτά πύργους («εἴ τι πείσεται ἑπτάπυργος ἅδε γᾱ», Ευρ.) 2. αυτός που προέρχεται από επτά γενναίους άντρες («οὕτως ἡ ἑπτάπυργος τών νεανίσκων εὐλογιστία... τὴν τῶν παθῶν ἐνίκησεν ἀκολασίαν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ευλόγιστος — εὐλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα 2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῑς εὐλογίστοις», Αριστοτ.) β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.) 3. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”